Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
θερμόμετρο
Greek Monolingual
το όργανο με το οποίο μετριέται η θερμοκρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermometre<thermo- (πρβλ. θερμο-) + -metre (πρβλ. μέτρον). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].