θεόμιμος

English (LSJ)

θεόμιμον, imitating God, θ. πρᾶγμα βασιλῄα Diotog. ap. Stob.4.7.62.

German (Pape)

[Seite 1196] Gott nachahmend, Diotog. Stob. flor. 48, 62.

Greek (Liddell-Scott)

θεόμῑμος: -ον, μιμούμενος τὸν θεόν, θεῖος, βασιλεία Διωτογέν. παρὰ Στοβ. 331. 20· - καὶ θεομίμητος, ον, δύναμις Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θεόμιμος, -ον (Α)
αυτός που μιμείται θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μιμος (< μίμος), πρβλ. γυναικόμιμος, παντόμιμος].