γυναικόμιμος

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικόμῑμος Medium diacritics: γυναικόμιμος Low diacritics: γυναικόμιμος Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΜΙΜΟΣ
Transliteration A: gynaikómimos Transliteration B: gynaikomimos Transliteration C: gynaikomimos Beta Code: gunaiko/mimos

English (LSJ)

γυναικόμιμον, aping women, γυναικομίμοις ὑπτιάσμασιν χερῶν A.Pr.1005; ἐσθήματα S.Fr.769; μόρφωμα E.Antiop. iiA 7 A.; στολά Id.Ba.980 (lyr.).

Spanish (DGE)

(γῠναικόμῑμος) -ον
que imita a la mujer γυναικόμιμα ὑπτιάσματα χερῶν actitudes de súplica que imitan a las de las mujeres con las manos levantadas hacia arriba A.Pr.1005, ἐσθήματα S.Fr.769, μόρφωμα E.Fr.185.3, στολά E.Ba.980.

German (Pape)

[Seite 510] Weiber nachahmend, weibisch, ὑπτίασμα χερῶν Aesch. Prom. 1005; στολή Eur. Bacch. 980; ἔσθημα Soph. frg. 706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui imite les (manières ou l'habillement des) femmes.
Étymologie: γυνή, μιμέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικόμιμος -ον [γυνή, μιμέομαι] vrouwen imiterend.

Russian (Dvoretsky)

γῠναικόμῑμος: подражающий женщинам, т. е. женский (ὑπτιάσματα χερῶν Aesch.; ἔσθημα Soph.; στολά Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικόμῑμος: -ον, ὁ μιμούμενος τὰς γυναῖκας, γυναικομίμοις ὑπτιάσμασιν χερῶν Αἰσχύλ. Πρ. 1005· ἐσθήματα Σοφ. Ἀποσπ. 706· στολὴ Εὐρ. Βάκχ. 980.

Greek Monolingual

γυναικόμιμος, -ον (AM)
αυτός που μιμείται τις γυναίκες στις κινήσεις ή στο ντύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + μίμος (πρβλ. αντίμιμος, λογόμιμος)].

Greek Monotonic

γῠναικόμῑμος: -ον, αυτός που μιμείται τις γυναίκες, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

aping women, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

effeminate, womanish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations