θεόω

English (LSJ)

A make into God, deify, Oenom. ap. Eus.PE5.34:—Pass., ἔννοιαι θεωθεῖσαι Iamb.VP23.103.
2 become divine, γυῖα θεωθείς Call. Dian.159; καθ' ὅσον πάντα τεθέωται Procl.in Prm.p.490S., ct. Jul. Or.5.178b.
II = θειόω 1, Arar.12.

German (Pape)

[Seite 1199] zum Gott machen, vergöttern; Callim. Dian. 159; Iambl. u. a. Sp. – Nach B. A. 99 bei Araros auch = θειόω, schwefeln.

Greek (Liddell-Scott)

θεόω: μεταβάλλω εἰς θεόν, θεοποιῶ, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Π. Ε. 230C. - Παθ., γίνομαι θεός, γυῖα θεωθεὶς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 159· πληροῦμαι ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἐκκλ. ΙΙ. = θειόω Ι. Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 4.