θηβαϊκός

Greek Monolingual

και θηβαίικος, -ή, -ό (ΑΜ θηβαϊκός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θήβα ή που προέρχεται ή κατάγεται από τη Θήβα («θηβαϊκά προϊόντα»)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.
1. ἡ Θηβαϊκή (ενν. χώρα)
η χώρα τών Θηβαίων
2. φρ. «Θηβαϊκός λεγεών» — ρωμαϊκή λεγεώνα από χριστιανούς που στρατολογήθηκαν στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηβα-ϊκός < Θήβαι, κατά προφύλαξη αντί Θηβαιϊκός (πρβλ. Αθηναϊκός < Αθήναι].