θηητήρ

English (LSJ)

θηητῆρος, ὁ, Ion. for θεατής, one who gazes at, an admirer, θ. τόξων Od.21.397; ἀκρασίης Perict. ap. Stob.4.28.19.

German (Pape)

[Seite 1206] ῆρος, ὁ, ep. = θεατής, Hom. τόξων, Od. 21, 397, Beschauer u. Kenner, Schol. θαυμαστικός, ἔμπειρος. Auch Perict. Stob. fl. 85, 19.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui regarde avec admiration, gén..
Étymologie: θηέομαι.

Russian (Dvoretsky)

θηητήρ: ῆρος ὁ любитель, знаток (τόξων Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

θηητήρ: ῆρος, ὁ, Ἰων. ἀντὶ θεατής, ὁ θεώμενος, θαυμάζων, θ. τόξων Ὀδ. Φ. 397· ἀκρασίης Περικτιόνη παρὰ Στοβ. 488. 7.

English (Autenrieth)

(θηέομαι): beholder, i. e. fancier; τόξων, Od. 21.397†.

Greek Monolingual

θηητήρ, -ος ὁ (Α) θηέομαι
αυτός που βλέπει με θαυμασμό κάτι («θηητὴρ τόξων»).

Greek Monotonic

θηητήρ: -ῆρος, ὁ, Ιων. αντί θεατής, αυτός που παρατηρεί προσεκτικά, αυτός που ατενίζει, θαυμαστής, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

θηητήρ, ῆρος, [ionic for θεατής,]
one who gazes at, an admirer, Od.