θαυμαστικός

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμαστικός Medium diacritics: θαυμαστικός Low diacritics: θαυμαστικός Capitals: ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thaumastikós Transliteration B: thaumastikos Transliteration C: thavmastikos Beta Code: qaumastiko/s

English (LSJ)

θαυμαστική, θαυμαστικόν,
A inclined to wonder or inclined to admire, Arist.EN 1125a2, Stoic.2.62, Plu.2.41a; τινος Str.2.3.4.
II expressing astonishment, (ἐπιρρήματα) D.T.642.8. Adv. θαυμαστικῶς, εἰπεῖν Ph.1.648; ἔχειν, διακεῖσθαι, Id.2.95, J.AJ8.6.5, cf. Phld.Mus.p.36 K.

German (Pape)

[Seite 1189] gern bewundernd, Arist. eth. 4, 8; Plut. de audit. 5. – Adv., Schol. Il. 10, 437 u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à admirer.
Étymologie: θαυμαστός.

Russian (Dvoretsky)

θαυμαστικός: склонный к удивлению или склонный к восхищению Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμαστικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς θαυμασμόν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 30, Πλούτ. 2. 41Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM θαυμαστικός, -ή, -όν) θαυμαστής
αυτός που έχει διάθεση να θαυμάζει ή που συνηθίζει να θαυμάζει («οἱ δὲ θαυμαστικοὶ καὶ ἄκακοι μᾶλλον βλάπτονται», Πλούτ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το θαυμαστικό
σημείο στίξεως (!) που μπαίνει στο τέλος φράσης ή λέξης και δηλώνει θαυμασμό, έκπληξη, απορία, ευχαρίστηση ή λύπη, καθώς και στο τέλος λέξεων ή φράσεων οι οποίες εκφέρονται επιφωνηματικά
μσν.
αξιοθαύμαστος
αρχ.
αυτός που εκφράζει θαυμασμό.
επίρρ...
θαυμαστικώς και -ά (AM θαυμαστικῶς, Μ και θαυμαστικά)
με θαυμασμό
νεοελλ.
με θαυμαστικό
μσν.-αρχ.
με θαυμαστό, με υπέροχο τρόπο
αρχ.
με κατάπληξη.

Greek Monotonic

θαυμαστικός: -ή, -όν (θαυμάζω), αυτός που έχει την τάση να θαυμάζει ή να εκπλήσσεται, σε Αριστ.

Middle Liddell

θαυμαστικός, ή, όν θαυμάζω
inclined to wonder or admire, Arist.