-α, -ο θηλήανατ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θηλή του μαστού2. φρ. α) «θηλαίος πόρος» — ουροφόρο σωληνάριο του νεφρού που εκβάλλει στη νεφρική θηλήβ) «θηλαία άλως» — η κυκλοτερής μελάγχρους επιφάνεια γύρω από τη θηλή του μαστού.