θηλαίος

Greek Monolingual

-α, -ο θηλή
ανατ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θηλή του μαστού
2. φρ. α) «θηλαίος πόρος» — ουροφόρο σωληνάριο του νεφρού που εκβάλλει στη νεφρική θηλή
β) «θηλαία άλως» — η κυκλοτερής μελάγχρους επιφάνεια γύρω από τη θηλή του μαστού.