άλως

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

η (Α ἅλως) (Ν και άλως, ο)
αρχ.-νεοελλ.
1. ο φωτεινός δακτύλιος που σχηματίζεται γύρω από το φεγγάρι και καμιά φορά και γύρω από τον ήλιο
(στα αρχ. και ο ίδιος ο δίσκος της σελήνης ή του ήλιου, ακόμη και της ασπίδας)
2. (για τα μάτια) ο εξωτερικός κύκλος του βολβού
νεοελλ.
1. το φωτοστέφανο που περιβάλλει τις κεφαλές τών αγίων
2. ο ρόδινος κύκλος γύρω από τη θηλή του μαστού
αρχ.
1. αλώνι
2. κουλουριασμένο φίδι
3. φωλιά πτηνού σε σχήμα κύκλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αττικός τ. της λ. αλωή.
ΠΑΡ. αλωνεύομαι
αρχ.
αλωαίος, Αλωάς, αλώιος, άλων αρχ.-μσν. αλωνία
μσν.- νεοελλ.
άλωνα, αλωνίζω].