θηλυκωτήρι
Greek Monolingual
και θηλυκωτάρι, το
θηλυκώνω
1. πόρπη γυναικείων ρούχων
2. όργανο με το οποίο γίνεται το κούμπωμα, το θηλύκωμα τών παπουτσιών, κουμπωτήρι.
και θηλυκωτάρι, το
θηλυκώνω
1. πόρπη γυναικείων ρούχων
2. όργανο με το οποίο γίνεται το κούμπωμα, το θηλύκωμα τών παπουτσιών, κουμπωτήρι.