κουμπωτήρι

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

το κουμπώνω
αγκιστροειδές εργαλείο για το κούμπωμα κουμπιών παπουτσιών και ενδυμάτων.