θηλυκώνω
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
1. κουμπώνω
2. (για ρούχα) συνδέω τα δύο αντίστοιχα μπροστινά άκρα βάζοντας στις θηλειές του ενός τα κουμπιά ή τις αγκιστρώδεις πόρπες του άλλου
3. (για θύρες ή παράθυρα) κάνω θηλύκωμα, ταιριάζω τους ρεζέδες
4. περιτυλίγω κάτι με ύφασμα ή χαρτί κ.λπ.
5. παρασύρω κάποιον με δόλο και πλεκτάνη σε άτοπες ενέργειες
6. παρασύρω σε ασέλγεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκός. Για τη σημασία βλ. λ. θηλειά].