θηρο

Greek (Liddell-Scott)

θηρο: ζυγοκαμψιμέτωπος, ον, = ὁ θῆρας ζυγῶν καὶ κάμπτων τὰ μέτωπα, λέξις σχηματισθεῖσα ὅπως περιλαμβάνῃ πάντα τὰ γράμματα ἐν ἑνὶ στίχῳ, Ἀνθ. Π. 9. 538.