τό, = μίσθωμα, Μυστάκου θ., title of play by Sopatros, Ath.4.175c, al. (θητίον codd.).
θητεῖον, τὸ (Α) θητεύω1. μίσθωμα, μισθός, αντιμισθία για περίοδο εργασίας2. φρ. «Μυστάκου θητεῖον» — τίτλος έργου του κωμικού Σωπάτρου.