ὁ, = θλῖψις, LXX Ex.3.9.
[Seite 1212] ὁ, = θλῖψις, LXX.
θλιμμός: ὁ, = θλῖψις, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Γ΄, 9).
θλιμμός, ὁ (ΑΜ) θλίβωθλίψη.