θοινῶ, -άω (Α) θοίνη1. (ενεργ. και μέσ.) τρώγω, κατατρώγω2. παρέχω συμπόσιο, παραθέτω γεύμα, φιλεύω κάποιον3. μέσ. (για πληγή) θοινῶμαικατατρώγω, διαβιβρώσκω («σάρκα θοινᾱται», Ευρ.)4. (παθ). τρώγομαι σε ευωχία, θυσιάζομαι.