φιλεύω

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

Ν φίλος
1. προσφέρω ποτό ή φαγώσιμο, κερνώ, τρατάρω («μέ φίλεψε ένα γλυκό»)
2. δίνω μικρό φιλοδώρημα
3. (για γαμπρό ή παράνυμφο) δίνω δώρο στην νύφη.