θολερότητα

Greek Monolingual

η (Α θολερότης) θολερός
η ιδιότητα του θολερού, θολότητα, σκοτεινάδα, σχετική σκιερότητα, ημιδιαφάνεια
νεοελλ.
φρ. α) «θολερότητα του κερατοειδούς» — απώλεια της διαφάνειας μιας περιοχής του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού
β) «θολερότητα του πνεύμονα» — η σκιερότητα του πνεύμονα η οποία διακρίνεται στην ακτινογραφία όταν υπάρχει φυματίωση.
η θαλερός
ζωηρότητα, ευεξία, ανθηρότητα.