θολύνω

German (Pape)

[Seite 1214] dasselbe, Io. Chrysost.

Greek (Liddell-Scott)

θολύνω: θολόω, Ἰω. Χρυσ. τ. 8. σ. 20, 27.

Greek Monolingual

θολύνω (Μ) θολός
θολώ, θολώνω.