v. θράομαι.
v. *θράω.
(απρμφ.) βλ. θράω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θράνος].
(*θρα-), nur aor. med. θρήσασθαι, Philet. frg. 21, sich gesetzt haben, sitzen, Vetera Lexica καθῆσθαι.