θράω

From LSJ

Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 493

French (Bailly abrégé)

seul. inf. ao. Moy. θρήσασθαι;
s'asseoir, être assis.
Étymologie: cf. θρόνος.

Greek (Liddell-Scott)

θράω: καθίζω, εὕρηται μόνον ἐν τῷ μέσ. ἀορ. θρήσασθαι, καθῆσθαι (παρ’ Εὐσταθίῳ 1400, 5: «τὸ θρῆνυς... κατὰ Ἀθήναιον ἀπὸ τοῦ θρῆσαι, ὅ ἐστι καθίσαι»), Φιλητᾶς παρ’ Ἀθην. 192Ε. (Ἡ ῥίζα τοῦ θρᾶνος, θρῆνυς, θρόνος, ἴσως καὶ τοῦ ἀθερίζω: πρβλ. τὸ Σανσκρ. dhar, dhaṙâmi (fero, sustineo)· Λατ. fretus

Greek Monolingual

θράω (Α)
καθίζω (απαντά το απρμφ. μέσ. αορ. θρήσασθαι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θράνος].

Greek Monotonic

θράω: καθορίζω, θέτω.

Middle Liddell

set