θρηνοτράγουδο

Greek Monolingual

το
θρηνητικό τραγούδι, θρηνωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + -τράγουδο (< τραγούδι), πρβλ. λιανοτράγουδο, πεζοτράγουδο].