[Seite 1218] ἡ, der Triumph, Euseb.
θριαμβεία: ἡ, θρίαμβος, Εὐσ. Β. Κωνστ. 67.
θριαμβεία, ἡ (Α) θριαμβεύωτέλεση θριάμβου, θρίαμβος.