θριδακώδης

English (LSJ)

ες, lettuce-like, Dsc.2.132 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1219] ες, salatartig, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

θρῐδᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θρίδακι, Διοσκ. 2. 160.

Greek Monolingual

θριδακώδης, -ες (Α) θρίδαξ
όμοιος με μικρό μαρούλι.