θρυοκάλαμος

English (LSJ)

[κᾰ], ὁ, = θρύον 1, BGU890 i 20.

Greek Monolingual

θρυοκάλαμος, ὁ (Α)
το βούρλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + κάλαμος].