θρυώδης

English (LSJ)

θρυῶδες, (θρύον) full of rushes, rushy, Str.8.3.24, Sch.Il.11.155.

German (Pape)

[Seite 1221] ες, binsenartig, binsenreich, χώρα Strab. VIII, 349.

Greek (Liddell-Scott)

θρυώδης: -ες, (θρύον) πλήρης θρύων, βούρλων, Στράβ. 349.

Greek Monolingual

θρυώδης, -ες (Α) θρύον
γεμάτος βούρλα.