ὁ, = θρύον, EM 456.31:—written θρύσις, Sch.D Il.21.351. θρύσκα, τά, glossed by ἄγρια λάχανα, Hsch.
θρύσιος και θρύσις, ὁ (Α) θρύοντο βούρλο.