θυγατρίδιον

Greek Monolingual

θυγατρίδιον, τὸ (Α)
μικρή κόρη, κορούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. πυργίδιον, χοιρίδιον)].