θυγατρόπαις

German (Pape)

[Seite 1221] ὁ, Tochtersohn, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θυγατρόπαις: ὁ, υἱὸς θυγατρός, Νικήτ. Χρον. 304Β.

Greek Monolingual

θυγατρόπαις, ὁ (Μ)
γιος της θυγατέρας, ο εγγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + παις «παιδί»].