θυμιατικός

English (LSJ)

ή, όν, good for burning as incense, σώματα Pl. Ti. 61c.

German (Pape)

[Seite 1223] gut zum Räuchern, Plat. Tim. 61 c.

Russian (Dvoretsky)

θῡμιᾱτικός: пригодный для курений, ароматический (σώματα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμιᾱτικός: -ή, -όν, κατάλληλος ὅπως καίηται ὡς θυμίαμα, Πλάτ. ἐν Τιμ. 61C.

Greek Monolingual

θυμιατικός, -ή, -όν (Α) θυμιατός
ο κατάλληλος για θυμιάτισμα («θυμιατικά σώματα», Πλάτ.).