(I)θυμῶ, -όω (ΑΜ) θυμόςβλ. θυμώνω.(II)-άω θυμόςεπαναφέρω στη μνήμη κάποιου, θυμίζω, υπενθυμίζω («σώπα και μη μού τή θυμάς», Κρυστ.).