θυρίδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of θύρα, Gp.15.6.2.

German (Pape)

[Seite 1227] τό, dim. von θυρίς, v.l. Ar. Nubb. 93.

Russian (Dvoretsky)

θῠρίδιον: (ῐδ) τό Arph. v.l. = θύριον.