θυριώτης
English (LSJ)
θυριώτου, ὁ, one found at the door, Suid.
German (Pape)
[Seite 1227] ὁ, erkl. Suid. ὁ ἔξω τῆς θύρας.
Greek (Liddell-Scott)
θυριώτης: -ου, ὁ, «ὁ ἔξω τῆς θύρας» Σουΐδ.
Greek Monolingual
θυριώτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἔξω τῆς θύρας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. πατριώτης, στρατιώτης)].