θυρσίνη

English (LSJ)

= ὀροβάγχη, Dsc.2.142 (nisi leg. θυρσῖτιν, cf. θυρσίτης).

German (Pape)

[Seite 1227] ἡ, u. θύρσιον, τό, Pflanzenname, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσίνη: ὀροβάγχη, Διοσκ. (ἐκ τῶν νόθ. λ.) 2. 172.

Greek Monolingual

θυρσίνη, ἡ (Α) θύρσος
το φυτό οροβάγχη.