θυρσοφορώ

Greek Monolingual

θυρσοφορῶ, -έω (Α) θυρσοφόρος
1. κρατώ τον θύρσο
2. φρ. «θυρσοφορῶ θιάσους» — συγκεντρώνω και οδηγώ βακχικούς θιάσους με τον θύρσο.