Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
θυρόπλοιο
Greek Monolingual
το ναυτ. ειδική πλωτήθύρα με την οποία κλείνεται η μόνιμη δεξαμενή που χρησιμεύει για τον καθαρισμό και την επισκευή τών υφάλων του πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ.<θύρα+πλοίο].