θυσανόμορφος

Greek Monolingual

-η, -ο
(ηλεκτρ.) με μορφή θυσάνων («θυσανόμορφη εκκένωση» — ηλεκτρική εκκένωση που εκπέμπεται με μορφή φωτεινών θυσάνων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος, ποικιλόμορφος.