θωρακισμός

English (LSJ)

ὁ, arming with breastplates, LXX 2 Ma.5.3.

German (Pape)

[Seite 1230] ὁ, die Bewaffnung mit einem Panzer, Bewaffnung, Sp. Auch übertr.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θωρακισμός) θωρακίζω
ο οπλισμός με θώρακα, το να θωρακίζει κανείς κάτι ή να θωρακίζεται ο ίδιος.