θωρακοδίδυμος

Greek Monolingual

ο
ιατρ. τέρας που σχηματίζεται από δύο άτομα ενωμένα στον θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracodidyme < thoraco (πρβλ. θώραξ) + didyme (πρβλ. δίδυμος)].