θωρακοστομία

Greek Monolingual

η
ιατρ. διάνοιξη οπής στο θωρακικό τοίχωμα για την ελάττωση μεγάλης ενδοθωρακικής πίεσης, που οφείλεται είτε σε ανεγχείρητο μεσοπνευμόνιο όγκο είτε σε υπερβολική αύξηση του όγκου της καρδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thoracostomy < thoraco- (πρβλ. θώραξ, -κος) + -stomy (πρβλ. -στομία < στόμα)].