θύμωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, ebullition of anger, Cic. Tusc.4.9.21.

German (Pape)

[Seite 1225] ἡ, das Zornigwerden, Cic. Tuscul. 4, 9.

Greek (Liddell-Scott)

θύμωσις: ῡ, εως, τὸ θυμοῦσθαι, ὀργίζεσθαι, Κικ. Tusc. 4. 9.

Greek Monolingual

θύμωσις, ἡ (ΑΜ) [[[θυμώ]] (I)]
μσν.
ιατρ. έξαρση
αρχ.
το να οργίζεται κάποιος, το να θυμώνει κάποιος.