έξαρση
Greek Monolingual
η (Α ἔξαρσις) εξαίρω
ύψωση, ανύψωση
νεοελλ.
1. διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ανάταση σε ανώτερες σφαίρες του ιδεατού κόσμου, μεταρσίωση («έξαρση του νου, της φαντασίας»)
2. γεωλ. η ανύψωση τμημάτων της επιφάνειας της γης, που οφείλεται σε ποικίλα γεωλογικά φαινόμενα
3. (ψυχολ.) παρόμοια με τον ενθουσιασμό ψυχολογική κατάσταση, κατά την οποία κυριαρχεί κυρίως η φαντασία και το συναίσθημα και παρουσιάζεται συρροή ιδεών χωρίς σοβαρό λογικό ειρμό
η έξαρση μπορεί να αποδώσει μεγάλα επιτεύγματα, αλλά η χρόνια έξαρση είναι νοσηρή κατάσταση του ατόμου
μσν.
γραμμ. αποβολή γράμματος
αρχ.
1. έγερση, ξεσήκωμα για αναχώρηση
2. μετατόπιση, απομάκρυνση, αποτροπή («ἔξαρσις κακῶν ἁπάντων», επιγρ.)
3. ανατροπή, καταστροφή, κατάλυση («καὶ ἐξαρῶ τὸ ἔθνος ἐκεῖνο ἐξάρσει», Ιερ., ΠΔ).