ιδεοκράτης
Greek Monolingual
ο
ο οπαδός της ιδεοκρατίας ως φιλοσοφικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημοκράτης, τρομοκράτης].
ο
ο οπαδός της ιδεοκρατίας ως φιλοσοφικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημοκράτης, τρομοκράτης].