τρομοκράτης
From LSJ
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
Greek Monolingual
ο, θηλ. τρομοκράτισσα, Ν
1. αυτός που προσπαθεί να επιβληθεί ή να αποσπάσει κάτι με την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας
2. μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο-κράτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. τρομοκράται, μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Αργυρόπουλο].