-η, -ο (ΑΜ ἰδιότυπος, -ον)αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή μορφή, ο ιδιόμορφος. επίρρ...ιδιοτύπωςιδιορρύθμως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τύπος (< τύπος), πρβλ. αντίτυπος, ζηλότυπος].