ιδιόμορφος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾶσθαι ζῷον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύμορφος, τερατόμορφος].