-ή, -ό (Α ἱδρωτικός, -ή, -όν) ιδρώςαυτός που προκαλεί εφίδρωση («ιδρωτικά φάρμακα»)αρχ.(για πρόσ.) αυτός που έχει τάση για εφίδρωση. επίρρ...ἱδρωτικῶς (Α)με έκκριση ιδρώτα.