εφίδρωση

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐφίδρωσις) εφιδρώ
η παραγωγή και αποβολή ιδρώτα από τους ιδρωτοποιούς αδένες του δέρματος
νεοελλ.
(για πράγματα) εξάνθηση υγρού ή υγρασίας στην επιφάνεια ενός σώματος.