εφίδρωση

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐφίδρωσις) εφιδρώ
η παραγωγή και αποβολή ιδρώτα από τους ιδρωτοποιούς αδένες του δέρματος
νεοελλ.
(για πράγματα) εξάνθηση υγρού ή υγρασίας στην επιφάνεια ενός σώματος.