ιερό

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἱερόν, Α ιων. τ. ἱρόν)
βλ. ιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. ιερός, το οποίο μετά τον Όμηρο στην Ιωνική - Αττική δήλωνε τον ιερό τόπο, το άδυτο (βλ. και λ. ιερά)].