ιθυκρήδεμνος
Greek Monolingual
ἰθυκρήδεμνος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει τα ιστία αναπεπταμένα, τα πανιά ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κρήδεμνον «κάλυμμα»].
ἰθυκρήδεμνος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει τα ιστία αναπεπταμένα, τα πανιά ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κρήδεμνον «κάλυμμα»].